- ἀπευθυσμένου
- ἀ̱πευθυσμένου , ἀπευθύνωmake straightperf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα … Dictionary of Greek
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek
ενδοπυελικός — ή, ό 1. αυτός πού βρίσκεται στο εσωτερικό τής λεκάνης 2. φρ. «ενδοπυελική μοίρα» μοίρα τού απευθυσμένου εντέρου από τον τρίτο ιερό σπόνδυλο μέχρι το πυελικό έδαφος … Dictionary of Greek
ευθυκοκκυγικός — ή, ό φρ. «ευθυκοκκυγικός μυς» δεσμίδα λείων μυϊκών ινών μεταξύ τού πρόσθιου ιεροκοκκυγικού συνδέσμου και τού απευθυσμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + κοκκυγικός] … Dictionary of Greek
ευθυουρηθραίος — α, ο φρ. «ευθυουρηθραίο τρίγωνο» τριγωνικό διάστημα με το οποίο η πρόσθια επιφάνεια τής περινεϊκής μοίρας τού απευθυσμένου στον άνδρα χωρίζεται από τον προστάτη και την υμενώδη μοίρα τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ουρηθραίο] … Dictionary of Greek
καταδακτυλισμός — ο δακτυλική εξέταση τού απευθυσμένου, ψηλάφηση τού τελευταίου τμήματος τού παχέος εντέρου με το δάχτυλο … Dictionary of Greek
κόλο(ν) — το (AM κόλον και σπαν. κῶλον) το τμήμα τού παχέος εντέρου από το τυφλό μέχρι την αρχή τού απευθυσμένου αρχ. τροφή, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη, συνδέεται με τη λ. κυλλός «καμπύλος, κυρτός». Ο τ. κῶλον είναι μεταπλασμένος και… … Dictionary of Greek
ορθοσκόπιο — το 1. όργανο για εξέταση τού απευθυσμένου 2. οπτικό όργανο για εξέταση τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. οrthoscope < ορθ(ο) * + σκόπιο (< σκόπος)] … Dictionary of Greek
πρωκτοκήλη — η, Ν ιατρ. η πρόπτωση τού απευθυσμένου έξω από τον δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωκτός + κήλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως] … Dictionary of Greek